ακελάδητος

ακελάδητος
ακελάδητος, -η, -ο και ακελάηδητος, -η, -ο
1. αυτός που δεν κελάδησε: Το καναρίνι μας είναι ακόμη ακελάδητο.
2. αυτός που δεν επαινέθηκε, δεν υμνήθηκε: Τα κατορθώματά του δεν έμειναν για πολύ ακελάδητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακελάδητος — η, ο (και ακελάιδητος, η, ο) [κελαηδώ] 1. ο νεοσσός που δεν έχει αρχίσει ακόμη να κελαηδάει 2. το πουλί που δεν κελαηδάει, που δεν είναι ωδικό 3. αυτός που δεν υμνήθηκε, ατραγούδιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”